Περιβάλλον

 

Η μοναδική φύση της Σκύρου

Η Σκύρος είναι ένα νησί του Αιγαίου με πλούσια φυσική κληρονομιά. Το Νότιο τμήμα του νησιού αλλά και οι περισσότερες γύρω νησίδες όπως και το μεγαλύτερο τμήμα του όρους Κόχυλα, του ψηλότερου βουνού του νησιού με υψόμετρο 792μ., αποτελούν Ζώνες Ειδικής Προστασίας της ορνιθοπανίδας (ΖΕΠ) μέρος του δικτύου NATURA 2000. Στους απόκρημνους βράχους του όρους Κόχυλα και στις κοντινές του νησίδες, φωλιάζει ο Μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), ένα μεταναστευτικό γεράκι που αποτελεί παγκοσμίως απειλούμενο είδος. Η Ελλάδα θεωρείται ως η πιο σημαντική χώρα για τη διατήρηση και την επιβίωσή του αφού φιλοξενεί το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού του είδους. Στη Σκύρο βρίσκεται η μεγαλύτερη αποικία του Μαυροπετρίτη παγκοσμίως με περισσότερα από 1.000 ζευγάρια. Το γεράκι αυτό έρχεται στη Σκύρο τον Απρίλιο και στα τέλη Οκτώβρη επιστρέφει στην Ανατολική Αφρική και ιδιαίτερα στη Μαδαγασκάρη και σε άλλα νησιά του Ινδικού. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου πετώντας πάνω από τον Κόχυλα διανύει ένα μεγάλο μέρος του νησιού για να βρει την τροφή του που αποτελείται από μεγάλα έντομα και για το λόγο αυτό είναι ορατός από πολλά σημεία του νησιού. Τον Ιούλιο, που είναι η περίοδος της αναπαραγωγής του, αποσύρεται στα απόκρημνα βράχια και τις ακτές και τρέφεται με μικρά μεταναστευτικά πουλιά.

Σε απρόσιτες θέσεις στις βραχώδεις περιοχές κυρίως στο νότιο μέρος του νησιού φύονται σπάνια, ενδημικά φυτά όπως τα Aethionema retsina, Campanula merxmuelleri, Centaurearechingeri, Scorzonera scyria, Aubrieta scyria, Galanthus ikariae και ορισμένα από αυτά βρίσκονται μόνο στη Σκύρο. Σήμερα υπάρχουν σε λίγους πληθυσμούς, θεωρούνται προστατευόμενα και περιλαμβάνονται στο Κόκκινο Βιβλίο των Σπάνιων και Απειλούμενων Ειδών της Ελληνικής Χλωρίδας. Στη ίδια περιοχή, στις χαράδρες και στις ρεματιές του Κόχυλα, απαντώνται δάση Σφενδαμιού (Acer sempervirens) μοναδικά στο Αιγαίο Πέλαγος.

Στις ακατοίκητες νησίδες γύρω από τη Σκύρο και στο νησί Σκυροπούλα ζουν και αναπαράγονται προστατευόμενα θαλασσοπούλια όπως ο Αρτέμης (Calonectrisdiomedea), ο Μύχος (Puffinusyelkouan), ο Αιγαιόγλαρος (Larus audouinii) και ο Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis desmarestii). Στο θαλάσσιο περιβάλλον των νησίδων ο οικότοπος που κυριαρχεί είναι τα λιβάδια του θαλάσσιου ενδημικού φυτού της Μεσογείου Posidonia oceanica (το φυτό του Ποσειδώνα – ποσειδώνια) που αποτελούν τόπο αναπαραγωγής πολλών ειδών ψαριών, καρκινοειδών (καβουριών, γαρίδων) αλλά λειτουργούν και ως νηπιοτροφείο για πολλά είδη όταν αυτά είναι σε νεαρά ηλικία. Στις ίδιες νησίδες βρίσκουν καταφύγιο πολλά είδη πουλιών ιδιαίτερα κατά την μεταναστευτική περίοδο και στο θαλάσσιο χώρο εμφανίζεται συχνά η Μεσογειακή Φώκια (Monachus monachus). Ένας άλλος κάτοικος των νησίδων είναι ηενδημική Σαύρα της Σκύρου (Podarcis gaigeae). Παρόλο που είναι μία μικρόσωμη σαύρα, μήκους περίπου 8 εκατοστών, σε ορισμένες νησίδες παρουσιάζει το μοναδικό φαινόμενο του γιγαντισμού με το μήκος της να φθάνει ή να ξεπερνάει τα 25 εκατοστά. Διαβιεί επίσης σε μεγάλους πληθυσμούς και στον Κόχυλα.

Οι υγρότοποι του νησιού όπως στην Καλαμίτσα και στο Παλαμάρι, αποτελούν σημαντικούς σταθμούς για τα υδρόβια μεταναστευτικά πουλιά όπως ο καλαμόκιρκος, το μαυροκιρκίνεζο, καθώς και οι ερωδιοί, ο λευκοτσικνιάς, ο πορφυροτσικνιάς, ο κρυπτοτσικνιάς και ο νυχτοκόρακας. Επίσης οι υγρότοποι προσφέρουν πολύτιμο οικότοπο και για άλλα ενδημικά ζώα, όπως οι νεροχελώνες, οι νυχτερίδες, και τα στρουθιόμορφα.

Η Χώρα της Σκύρου, η Νησίδα Σαρακηνό και η περιοχή του Όρμου Καλογριάς, Ατσίτσα και το Γειτονικό Πευκοδάσος έχουν χαρακτηριστεί ως Τοπία Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους. Στη Σκύρο είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή η αντίθεση μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος του νησιού. Στο βόρειο τμήμα, που ονομάζεται «Μερόη» δηλαδή ήρεμο, συναντάμε πλούσια βλάστηση με πεύκα που φτάνουν μέχρι την ακτή και γεωργικές εκτάσεις. Χαρακτηριστικό τοπίο εδώ επίσης αποτελούν οι παραλίες του νησιού με τις ομαλές και σχετικά εύκολα προσβάσιμες ακρογιαλιές τους. Σε αντίθεση με το βόρειο κομμάτι του νησιού η όψη του τοπίου στο νότιο τήμα, το «Βουνό» κατά τους Σκυριανούς, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έντονα βραχώδης με σάρες, απόκρημνες βραχώδεις ακτές και θαλάσσια σπήλαια. Ιδιαίτερη έντονη είναι η παρουσία αιγοπροβάτων και κτηνοτροφικών υποδομών. Η κτηνοτροφία στη Σκύρο ασκείται από τα αρχαία χρόνια, με τους τσοπάνηδες να αποτελούν ιδιαίτερη κάστα της σκυριανής κοινωνίας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν. Ακόμα και σήμερα τα κτηνοτροφικά προιόντα του νησιού θεωρούνται υψηλής ποιότητας και αξίας.

Η νότια Σκύρος αποτελεί εδώ και αιώνες το φυσικό βιότοπο της αυτόχθονης μικρόσωμης φυλής τωνσκυριανών αλόγων (Equus cabalus skyriano), μοναδική στον κόσμο σήμερα, χαρακτηρισμένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό τον κίνδυνο εξαφάνισης. Τα άλογα αποτελούν σημαντικό στοιχείο της αγροτικής κληρονομιάς του νησιού αφού στο παρελθόν οι Σκυριανοί τα χρησιμοποιούσαν για τις γεωργικές τους εργασίες κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Σήμερα υπάρχουν σε πολλά σημεία του νησιού σε ιδιωτικές ιδιοκτησίες και σε επισκέψιμες φάρμες όπου γίνεται ελεγχόμενη αναπαραγωγή με στόχο τη διάσωση του είδους.

Η Σκύρος βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του Αιγαίου Πελάγους και τοποθετείται στο νησιωτικό συγκρότημα των Σποράδων αν και η απόσταση από αυτές είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με την απόσταση του νησιού από την Εύβοια, από την οποία απέχει περίπου 35 χλμ. ανατολικά (22 ναυτικά μίλια). Η έκτασή του εκτιμάται περίπου στα 210 τετρ. χλμ., ενώ ο πληθυσμός του είναι περίπου 2.600 κάτοικοι.

Η Σκύρος είναι στο μεγαλύτερο τμήμα της ορεινή, με δύο διακριτούς ορεινούς όγκους στο βόρειο και το νότιο τμήμα. Ανάμεσά τους υπάρχει μία ημιπεδινή και ημιλοφώδης έκταση, η οποία έχει διεύθυνση βορρά νότου, ανάμεσα στις βόρειες ανατολικές και τις νότιες ακτές του νησιού. Το βόρειο τμήμα καλύπτεται από πυκνό πευκοδάσος, ενώ στα διαδοχικά υψώματα και βουνά δεσπόζει η κορυφή Όλυμπος. Στο νότιο τμήμα κυριαρχεί ο ορεινός όγκος του Κόχυλα (792 μ.), ενώ τα βουνά είναι χέρσα και βραχώδη. Κατά μία έννοια, το βόρειο κομμάτι συγγενεύει με τα φυσικά τοπία που συναντά κανείς στις Σποράδεςκαι τη βόρεια Εύβοια, ενώ το νότιο με τα τοπία της νότιας Εύβοιας αλλά ακόμα και των Κυκλάδων.

Το κλίμα της Σκύρου είναι μεσογειακό, όπως στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, και χαρακτηρίζεται από δροσερά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες. Η επικράτηση των βορινών ανέμων στο νησί καθ’ όλη τη διάρκεια τη χρόνο, χαρακτηρίζουν χαμηλές θερμοκρασίες σε σύγκριση με την ηπειρωτική χώρα, αλλά και αυξημένες τιμές υγρασίας λόγω της θάλασσας. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 170C, ενώ, αν και η παρουσία νεφώσεων είναι συχνή, οι βροχοπτώσεις είναι αραιές σε όλη τη διάρκεια του έτους, και συνήθως με τη μορφή περιστασιακών καταιγίδων και σπανιότερα παρατεταμένης βροχής μέτριας έντασης.

Η πρωτεύουσα του νησιού είναι η Χωρα ή Χωριό ή Σκύρος, η οποία βρίσκεται στο βόρειο-ανατολικό τμήμα του νησιού προς το Αιγαίο πέλαγος. Όμοροι οικισμοί της Χώρας είναι τα Μαγαζια, το Μωλος τα Γυρίσματα και τα Πουριά, οι οποίοι εκτείνονται στα επίπεδα βόρεια της πρωτεύουσας προς τη θάλασσα. Στη βόρεια ακτή, νοτιότερα από τη Χώρα βρίσκονται επίσης οι οικισμοί Ασπούς και Αχίλλι, ενώ στο βόρειο τμήμα του νησιού υπάρχουν επίσης οι οικισμοί Τραχύ, όπου βρίσκεται και το αεροδρόμιο της Σκύρου, και η Ατσίτσα, στις δυτικές ακτές. Το βασικό λιμάνι είναι η Λιναριά, στη νοτιοδυτική ακτή στον ομώνυμο όρμο, από όπου και το νησί συνδέεται ακτοπλοϊκά με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στον διπλανό όρμο εκτείνεται ο οικισμός Αχερούνες και δυτικότερα ο Πεύκος. Ανατολικά της Λιναριάς βρίσκεται ο οικισμός Καλαμίτσα, στον ομώνυμο όρμο.

Η Σκύρος υπάγεται διοικητικά στο νομό Ευβοιας, με την οποία άλλωστε διατηρεί σημαντικούς πολιτιστικούς και ιστορικούς δεσμούς. Το νησί αποτελεί αυτόνομο δήμο με ένα ενιαίο δημοτικό διαμέρισμα και υπάγεται διοικητικά στην Περιφερια Θεσσαλίας & Στ. Ελλάδας. Στο δήμο Σκύρου υπάγονται όλοι οι οικισμοί του νησιού, καθώς και νησίδες που βρίσκονται κοντά σε αυτό. Συγκεκριμένα, οι οικισμοί του νησιού είναι οι εξής:

  • Χώρα ή Χωριό ή Σκύρος, με τους γειτονικούς οικισμούς Μώλος, Μαγαζιά, Πουριά, Γυρίσματα και Λινώ
  • Λιναριά, με τον γειτονικό οικισμό Αχερούνες
  • Ασπούς,Αχίλλι,Καλαμίτσα, Μαλά,Λουτρό,Κυρα Παναγιά, Καλικρί, Νυφι, Ατσιστα, Τραχύ, Πεύκος
  • και οι ακατοίκητες νησίδες Βαλάξα, Ποδιές,Διαβατές, Ρήνια, Σαρακινό και Σκυροπούλα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οι κάτοικοι του νησιού ασχολούνται με τον Τουρισμό, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, τη βιοτεχνία και τη συλλογή ρητίνης. Η Σκύρος φημίζεται για τα μικρά άλογά της , τα μάρμαρα και τα ζωοκομικά προϊόντα της. Η πιο χαρακτηριστική σκυριανή χειροτεχνία είναι η κεντητική και χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση του οικιακού ρουχισμού και της σκυριανής φορεσιάς. Το χαρακτηριστικό στα σκυριανά κεντήματα είναι η ποικιλία στα θέματα και στους χρωματισμούς και η λεπτότητα στα υλικά. Το νησί επίσης φημίζεται για την τέχνη του στην κατασκευή επίπλων. Τα ιδιότυπα σκυριανά έπιπλα τα συναντάμε στα σαλόνια της Αθήνας και των άλλων πόλεων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης κι η αγγειοπλαστική. Η Σκύρος παράγει ακόμα μέλι, αρκετά φρούτα, μυζήθρα κι εκλεκτά κεφαλοτύρια. Οργανωμένα εργαστήρια λαϊκής τέχνης, όπως ξυλογλυπτικής, κεραμικής, καλαθοπλεκτικής και εριοταπητουργίας, υπάρχουν στην πρωτεύουσα και στο Γιαλό.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

Υπάρχουσα κατάσταση

Δεσπόζουσα θέση στον αγροτικό τομέα στη Σκύρο κατέχει η ποιμενική αιγοπροβατοτροφία. Αυτή ασκείται με το θεσμό των σμικτών (ένωση δυο ή περισσότερων κτηνοτρόφων για την παραγωγή γάλακτος). Τα αιγοπρόβατα βόσκουν ελεύθερα στους σκυριανούς δημοτικούς, μοναστηριακούς και ιδιωτικούς βοσκοτόπους. Μετά την περίοδο των οχειών ως την περίοδο του απογαλακτισμού λαμβάνουν συμπληρωματική διατροφή. Η περίοδος άμελξης ξεκινά¬ει την περίοδο του Πάσχα και διαρκεί 2 – 3 μήνες. Κατά την ίδια περίοδο πωλούνται τα αμνοερίφια ζώων βάρος στους εμπόρους κρέατος σε αρκετά χαμηλή τιμή. Οι επιδοτήσεις τη δεκαετία του ογδόντα συνέβαλλαν στο να έχουμε σημαντική αύξηση του αριθμού των αιγοπροβάτων της Σκύρου χωρίς όμως να παρατηρείται και ανάλογη αύξηση της παραγωγής. Παρατηρήθηκε εξάντληση της βοσκοϊκανότητας των βοσκοτόπων με αποτέλεσμα την περιβαλλοντική υποβάθμιση του σκυριανού τοπίου και την εξάρτηση της κτηνοτροφίας από εισαγόμενες ζωοτροφές. Λόγω της αύξησης των τιμών των ζωοτροφών τα τελευταία χρόνια έχει έρθει η κτηνοτροφία σε οριακά επίπεδα επιβίωσης και άμεσης εξάρτησης της από την καταβολή των επιδοτήσεων. Η γήρανση του πληθυσμού που ασχολείται με την κτηνοτροφία είναι ένα επιπλέον πρόβλημα στην αειφορία του κλάδου.

Ο εργασιακός χρόνος που απαιτείται για την άσκηση της κτηνοτροφίας είναι δυσανάλογα σε σχέση με το καθαρό κέρδος του κτηνοτρόφου. Οι μέθοδοι άσκησης της κτηνοτροφίας και της τυροκομίας είναι απαρχαιωμένοι και δε συνάδουν με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς διάθεσης προϊόντων στην αγορά με αποτέλεσμα τα τυροκομικά προϊόντα να διανέμονται μόνο στην τοπική αγορά. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αιγοπροβάτων στο νησί μας εκτρέφονται συνήθως σε πρόχειρες και υποτυπώδεις εγκαταστάσεις που υπολείπονται κατά πολύ των ελάχιστων αναγκών ενσταβλισμού των ζώων, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Οι κακοσχεδιασμένοι στάβλοι δεν επιτρέπουν στα ζώα να εκφράσουν τις παραγωγικές τους δυνατότητες. Έχουν αρνητική επίπτωση στην ποιότητα των προϊόντων και επιπλέων δυσκολεύουν τις συνθήκες εργασίας του κτηνοτρόφου.

Ακόμα και σήμερα σε όλες τις μονάδες αιγοπροβατοτροφίας, η άμελξη συμβαίνει με τα χέρια κάτω από συνήθως δύσκολες συνθήκες. Η πρακτική αυτή διατηρείται αναλλοίωτη από την εποχή του Όμηρου μέχρι τις μέρες μας. Η άμελξη με το χέρι είναι η πιο κουραστική εργασία του κτηνοτρόφου η οποία με το πέρασμα του χρόνου προκαλεί προβλήματα υγείας στη μέση και τα χέρια του αμελκτή. Ακόμη, αυτός ο τρόπος άμελξης απαιτεί και ένα επί πλέον άτομο που βοηθάει στο σπρώξιμο των ζώων προς τους αμελκτές. Η όλη διαδικασία της άμελξης απαιτεί 3-4 ώρες την ημέρα. Η έλλειψη εργατικών χεριών σε συνδυασμό με το εργατικό κόστος διαμορφώνουν μια κατάσταση αγανάκτησης για τους κτηνοτρόφους.