Στο θέμα βυθών για αγκυροβολία πάντως στην πρακτική εμπειρία που έχω τόσα χρόνια στη θάλασσα έχω κάποιες ενστάσεις.
Θεωρώ σήμερα ότι οι δυσκολότεροι βυθοί για τις περισσότερο χρησιμοποιούμενες άγκυρες είναι οι κροκάλες σε μέγεθος καρυδιού, και τα ψηλά φύκια.Η BRUSE – Danforth – τεσσαροχάλι στις κροκάλες πονάνε άσχημα (ξεσέρνουν τρελά) ενώ στα φύκια μόνο η Danforth πιάνει κάπως. Οι άλλες δύο χτενίζουν τα φύκια και κάθονται πάνω τους σαν βάρος.Κάποιο περιοδικό του χώρου είχε κάνει έρευνα το 2008, με βιντεοσκόπηση και είχε κατατάξει την κάθε άγκυρα, που πλεονεκτεί και που μειονεκτεί.
Γιωργο
Το θεμα το εχει στειλει φιλος ιστιοπλοος σε πμ και το ειχα ποσταρει σε αντιστοιχο φορουμ(δεν γνωριζω αν ειναι αποσπασμα απο το βιβλιο,αν καποιος το γνωριζει σιγουρα ,να το προσθεσουμε σαν πηγη)!
Σιγουρα καμια αγκυρα δεν μας καλυπτει σε ολες τις περιπτωσεις μορφολογιας του βυθου,ομως εχω την εντυπωση πως το τεσσαροχαλι (που χρησιμοποιουν ολοι οι επαγγελματιες ψαραδες) καλυπτει το μεγαλυτερο ποσοστο!Κατα ποσο εφικτο ειναι να υπαρχει μεσα σε μικρα φουσκωτα η πλαστικα ειναι ενα θεμα σοβαρο!
Αλλος ενας βασικος παραγοντας κατα την γνωμη μου ειναι το ποσο καλα θα στρωσει η αλυσιδα της αγκυρας στον βυθο!
Σιγουρα υπαρχουν αρκετοι εδω μεσα που γνωριζουν απο αγκυροβολια ωστε να μας δωσουν πολλες πληροφοριες.
Ενα πολυ καλο αρθρο για να καταλαβουμε ολοι τους τυπους αγκυρων:
ΑΓΚΥΡΕΣ …
Η άγκυρα αποτελεί ένα απαραίτητο εξάρτημα πάνω σε κάθε είδους πλεούμενο. Από τα απλά καΐκια μέχρι τα υπερσύγχρονα υπερωκεάνια και τα πολεμικά πλοία, η άγκυρα χρησιμοποιείται παντού για να ακινητοποιήσει το σκάφος. Χωρίς αυτή, ο ναυτικός δεν θα μπορούσε ούτε να ξεκινήσει το ταξίδι του, αλλά και ούτε να σταθμεύσει το πλοίο του.
Η άγκυρα έχει ιστορία χιλιάδων χρόνων. Στην αρχαία εποχή, οι πρώτες άγκυρες που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί ήταν μεγάλοι ακατέργαστοι λίθοι, δεμένοι με ένα σχοινί. Συγκρατούσαν το πλοίο με το βάρος τους και εμφανίστηκαν στους πολιτισμούς της Μεσογείου, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Η ακινητοποίηση του πλοίου με τη λίθινη άγκυρα δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία, γιατί υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος, εάν ριχνόταν σε αμμώδη περιοχή να γλιστρήσει και να παρασύρει το πλοίο.
Το 600 π.Χ. οι Έλληνες ναυτικοί για να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, κατασκεύασαν ένα διαφορετικό τύπο λίθινης άγκυρας. Οι Έλληνες άνοιξαν δυο μικρές τρύπες στην πέτρινη άγκυρα και προσάρμοσαν μέσα σε αυτές δυο «νύχια» από κλαδιά δέντρου. Τα τεχνητά «νύχια» της χρησίμευαν για να «γαντζώνεται» καλύτερα στο βυθό και να μη γλιστράει όπως συνέβαινε με την απλή λίθινη άγκυρα. Οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τις λίθινες άγκυρές τους «ευναί», ενώ κατασκεύαζαν και ξύλινες, που είχαν επένδυση μολύβδου για να είναι βαρύτερες και να συγκρατούν το πλοίο καλύτερα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, η ναυτική τέχνη εξελισσόταν όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα οι άγκυρες να αλλάζουν μορφή, σχήμα και υλικό και να πλησιάζουν όλο και περισσότερο στη σημερινή μορφή που όλοι γνωρίζουμε. Στη Ρωμαϊκή εποχή ο λίθος άρχισε να παραχωρεί τη θέση του στο σίδηρο. Σήμερα, διασώζονται πολλές άγκυρες από εκείνη την περίοδο που ήταν κατασκευασμένες από σίδηρο και άλλα βαριά μέταλλα. Σε ένα ναυάγιο Ρωμαϊκού πλοίου που ανακαλύφθηκε στη λίμνη Νέμι κοντά στη Ρώμη, βρέθηκε μια σιδερένια άγκυρα με ξύλινη επένδυση, βάρους 450 κιλών που περιείχε έναν ξύλινο «στύπο». Ο «στύπος», που ήταν ένα εξάρτημα στήριξης στον άξονα της άγκυρας, εξασφάλιζε τη «σταθερότητα» της άγκυρας στο βυθό.
Την εποχή που τα μεγάλα ιστιοφόρα, «όργωναν» τις θάλασσες του κόσμου κάνοντας υπερπόντια ταξίδια, η σιδερένια άγκυρα με τον ξύλινο στύπο, αποτελούσε ένα σημαντικό εξάρτημα του πλοίου που μπορούσε να σώσει τους ναυτικούς από μια κατάσταση κινδύνου. Οι ναυτικοί των ιστιοφόρων συνήθιζαν να χρησιμοποιούν μέχρι και πέντε άγκυρες για να ακινητοποιήσουν το πλοίο όταν είχε κακοκαιρία ενώ τοποθετούσαν και μια άγκυρα κοντά στο μεγάλο κατάρτι του πλοίου που την ονόμαζαν «ιερή» ή «Σπεράντζα». Αυτή η άγκυρα θα μπορούσε να σώσει το πλοίο σε περίπτωση που οι άλλες άγκυρες είχαν καταστραφεί.
Τον 19ο αιώνα η άγκυρα αλλά και όλα τα επιμέρους τμήματά της, κατασκευάζονται μόνο από σίδηρο. Το 1813 οι άγκυρες αποκτούν τους καμπυλωτούς βραχίονες, ενώ το 1821 κατασκευάζεται η πρώτη άστυπη άγκυρα. Το 1852 το Βρετανικό Ναυτικό κατασκευάζει την «άγκυρα ναυαρχείου», έναν τύπο άγκυρας που κυριάρχησε στα πλοία του 19ου αιώνα. Η «άγκυρα ναυαρχείου» διατηρεί μέχρι σήμερα την αξία της, ενώ οι νεώτεροι τύποι που ακολούθησαν είναι συνδυασμοί της άγκυρας αυτής. Η τεχνολογική εξέλιξη της σημερινής εποχής, επέδρασε και στη ναυτική τέχνη αφού οι άγκυρες πλέον κατασκευάζονται από βαριά μέταλλα και σε διάφορες μορφές και σχήματα έτσι ώστε η αγκυροβολία να γίνεται με ευκολότερο τρόπο. Τα σύγχρονα πλοία χρησιμοποιούν περισσότερο την άγκυρα Danforth, την C.Q.R. και τη Bruce.
Σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς της ναυτιλίας, ένα πλοίο σήμερα πρέπει να διαθέτει τρεις άγκυρες (δυο στη πλώρη και μια σε περίπτωση ανάγκης στην πρύμνη). Οι ίδιοι κανονισμοί καθορίζουν το μήκος και το μέγεθος της αλυσίδας της άγκυρας ανάλογα με το είδος του πλοίου και της άγκυρας, ενώ για να αγκυροβολήσει ένα πλοίο χωρίς κίνδυνο ο ναυτικός οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και άλλους παράγοντες όπως το είδος του βυθού, το χρόνο παραμονής του στην περιοχή καθώς και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν.
Αν προσπαθήσουμε να κατηγοριοποιήσουμε τις άγκυρες, τότε διακρίνουμε δύο τύπους: Αυτές οι οποίες «θάβονται» (Burying Anchors) και οι οποίες χρησιμοποιούνται σε μαλακούς βυθούς, και αυτές οι οποίες «αγκιστρώνονται» (Hooking Anchors) στον πυθμένα της θάλασσας συνήθως σε σκληρούς βυθούς ή βράχια. Η διαφορά τους αφορά στην φιλοσοφία σχεδιασμού τους καθώς και τη λειτουργία τους, η οποία ουσιαστικά είναι συνάρτηση της χρήσης που κάνουμε.
Αγκυρες οι οποίες θάβονται είναι αυτές των τύπων: Bruce, CQR, Danforth και Fluke και όλες οι παραπλήσιες με αυτές. Αγκυρες οι οποίες αγκυστρώνονται είναι αυτές των τύπων: Αγγλικού Ναυαρχείου και Grapnel καθώς και όσες προκύπτουν από αυτές. Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσουμε ότι πολλές εταιρείες προκειμένου να εισαχθούν στην αγορά παρουσιάζουν μια άγκυρα παραπλήσια ενός συγκεκριμένου τύπου με διαφορετικό όνομα προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν πρόβλημα πνευματικών δικαιωμάτων και πληρωμές για την κατασκευή και εμπορία της. Βέβαια η χρονική διάρκεια της πατέντας κάποια στιγμή λήγει και τότε πλέον όλοι μπορούν να την κατασκευάσουν χωρίς να πληρώνουν πνευματικά δικαιώματα όπως για παράδειγμα έχει συμβεί με τις άγκυρες τύπου Bruce, CQR, Αγγλικού Ναυαρχείου ή όπως θα συμβεί με τη Delta σε περίπου τέσσερα χρόνια που λήγει η χρονική περίοδος διάρκειας της πατέντας. Ωστόσο θα πρέπει να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με τα φθηνότερα αντίγραφα συγκεκριμένου τύπου αγκυρών και να βεβαιωθείτε ότι πληρούν ορισμένα χαρακτηριστικά όπως βάρος, αντοχή, γωνία κλίσης, κ.λπ. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γνωστότερων τύπων αγκυρών. Σε αλφαβητική σειρά:
ΤΥΠΟΙ
Bruce
Είναι σχεδιασμένη με νυχώδη μορφή και κατασκευασμένη μονοκόμματη χωρίς κανένα «σπαστό» τμήμα.
Σχεδιασμένη για να θάβεται εύκολα στο βυθό λειτουργεί με βάση την κλίση του μπράτσου της σε σχέση με το σταθερό αδράχτι. Ιδιαίτερα αποτελεσματική σε μαλακούς πυθμένες, δεν χάνει την πρόσφυση της σε αλλαγή της διεύθυνσης που ασκείται το φορτίο της.
Εξαιτίας του σχήματος της μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως πλωτή άγκυρα για να επιβραδύνουμε τον εκπεσμό του σκάφους σε κακοκαιρία. Αντιμετωπίζει ωστόσο δυσκολίες πρόσφυσης στις έντονες φυκιάδες. Τελευταία έχουν κάνει την εμφάνιση τους στην αγορά και πτυσσόμενες άγκυρες Bruce. Πτυσσόμενες υπό την έννοια ότι το μπράτσο της διπλώνει στον άξονα του αδραχτιού περιορίζοντας τον όγκο της σε μία διάσταση. (Ίδιου τύπου με την Bruce είναι και η Claw).
CQR (γνωστή επίσης και ως plough ή και plow)
Πρόκειται για άγκυρα η οποία χρησιμοποιεί την λογική αρότρου για την λειτουργία της. Θάβεται στο βυθό όπως το άροτρο οργώνει το χώμα και είναι ευρέως διαδεδομένη ως η κύρια άγκυρα πολλών σκαφών.
Έχει αδράχτι σπαστό στο σημείο της ένωσης με τα μπράτσα που έχουν τριγωνική μορφή και σχήμα ισοσκελούς τριγωνικής πυραμίδας.
Δεν έχει στίπο, γεγονός που εξυπηρετεί ιδιαίτερα στην ανάσυρση και αποθήκευση της στο όκιο της πλώρης. Δεν «πιάνει» ιδιαίτερα εύκολα σε περιοχές με φύκια . Ωστόσο όταν «πιάσει» αντέχει υψηλά φορτία. Κατά μια άποψη, το όνομα της είναι συντομογραφία του Secure που σημαίνει ασφαλής.
Danforth
Τα μπράτσα σε αυτό το είδος άγκυρας είναι επίπεδα και έχουν στίπο στο πλατύ τους σημείο. Τα αδράχτι είναι σπαστό και επιτρέπει κίνηση μόνο ως προς τον κάθετο άξονα σε γωνίες με κλίση έως και 30-40 μοίρες.
Θεωρείται ως ιδιαίτερα αποτελεσματική σε μαλακούς πυθμένες ενώ γενικά έχει παρατηρηθεί ότι πιάνει ξανά εύκολα σε περίπτωση αποκόλλησης από το πυθμένα λόγω στροφής / αλλαγής διεύθυνσης όπου ασκείται το φορτίο. Ωστόσο δεν «πιάνει» εύκολα σε πυθμένες με φύκια και θαλάσσια βλάστηση.
Είναι εξέλιξη του τύπου Fluke όπου γίνεται μείωση του απαιτούμενου βάρους της άγκυρας λόγω της σχεδίασης που επιτρέπει την ευκολότερη βύθιση της στον πυθμένα.
Πήρε το όνομα της από τον εφευρέτη της Robert Danforth. (Ίδιου τύπου με την Danforth είναι και η Light Alloy (Buldog).
Delta
Προέρχεται ως εξέλιξη της C.Q.R. αλλά με την διαφορά ότι τα μπράτσα της είναι ένα μονοκόμματο κομμάτι με αιχμηρό τριγωνικό σχήμα. Περιέχει βάρος στη μύτη που εξυπηρετεί στη γωνία με την οποία εισχωρεί και πιάνει στον πυθμένα.
Το αδράχτι δεν είναι σπαστό με αποτέλεσμα όταν η διεύθυνση άσκησης των δυνάμεων αλλάξει (γυρίσει το σκάφος) να μην αποκολλάται εύκολα από το βυθό ή αν αποκολληθεί να ξαναπιάνει άμεσα (σύμφωνα με δοκιμές της εταιρείας εντός 30-40 εκατοστών).
Ανήκει στις άγκυρες που παρουσιάστηκαν στην αγορά τα τελευταία χρόνια και κερδίζει σε εκτίμηση.
Σε σχέση με την C.Q.R. είναι λιγότερο εύκολη στην αποθήκευση στο κοράκι της πλώρης λόγω της σταθερής γωνίας των μπράτσων με το αδράχτι.
Fluke
Από τις παλαιότερες άγκυρες χωρίς στίπο ώστε να εξυπηρετεί στην αποθήκευση / ανάσυρση της από το όκιο της πλώρης.
Λειτουργεί με τη λογική βάρους και κλίσης των επίπεδων μπράτσων τα οποία βυθίζονται στον πυθμένα όταν σέρνεται στο βυθό το σπαστό της αδράχτι. Το μειονέκτημα της είναι το μεγάλο απαιτούμενο βάρος της. Χρησιμοποιείται σήμερα από όλα τα μεγάλα καράβια σε φυσικά αντίστοιχα μεγάλες διαστάσεις.
Fob
Είναι γαλλική εξέλιξη – παραλλαγή της Danforth με την οποία διαφέρει ως προς το γεγονός ότι τα μπράτσα της είναι πιο χονδρά και βαριά καθώς και στο γεγονός ότι έχουν αιχμηρή μύτη. Όσον αφορά την συμπεριφορά της στο πυθμένα, είναι ανάλογη με αυτή της Danforth.
Κατασκευάζεται επίσης από αλουμίνιο και απευθύνεται κυρίως σε αγωνιστικά σκάφη επειδή έχει μικρό βάρος. Δεν απαιτεί μόνιμη αποθήκευση στη κουβέρτα του σκάφους καθώς διαλύεται σε τμήματα που εύκολα αποθηκεύονται σε ειδική θήκη χωρίς το πρόβλημα του όγκου άλλου τύπου αγκυρών.
Δεν συνίσταται παρά μόνο σε αγωνιστικά σκάφη ή σαν δεύτερη (μη κύρια) άγκυρα σκαφών για χρήση σε μικρού χρόνου αγκυροβολίες (π.χ. σύντομη στάση για μπάνιο) που όταν την χρησιμοποιούν καλό θα ήταν να υπολογίζουν πολύ καλά το έκταμα που θα αφήσουν.
Fortress
Είναι αντίστοιχη της Danforth αλλά κατασκευάζεται από ελαφρότερα κράματα ώστε να μειωθεί το βάρος της για την αντίστοιχη πρόσφυση στο βυθό. Έχει την δυνατότητα ρυθμίσεως της κλίσης στο αδράχτι. Με μεγάλη κλίση των πτερυγίων / μπράτσων της προορίζεται για χρήση σε μαλακούς αμμώδης βυθούς. Με μικρότερη κλίση σε λασπώδεις ή πιο στέρεους πυθμένες.
Έχει τη δυνατότητα να αποθηκευτεί επίπεδη στο κατάστρωμα του σκάφους. Δεν αποδίδει καλά όπως και η Danforth σε βυθούς με φύκια ενώ σε βραχώδης πυθμένες ενέχει τον κίνδυνο εγκλωβισμού.
Shark
Είναι εξέλιξη της Delta που κατασκευάζεται στη Νορβηγία. Η διαφορά της είναι ότι έχει τέσσερις κλίσεις (αντί τριών της Delta) ανά πτερύγιο. Λόγω του σταθερού αλλά και ενισχυμένου αδραχτιού το οποίο φέρει, δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της CQR όπου σε περίπτωση περιστροφής του σκάφους πρέπει να «ξαναπιάσει» σύμφωνα με το νέο άξονα άσκησης των φορτίων. Επίσης σε σύγκριση με την Delta έχει δύο αντί ενός εγκάρσιων αξόνων στην πλάτη των πτερύγων με αποτέλεσμα να μειώνεται η ελαστικότητα στην κίνηση τους και έτσι να «πιάνει» στο βυθό πιο σταθερά.
Προτείνεται από πολλούς ως η ιδανική άγκυρα για τα ελληνικά πελάγη τα οποία σε πολλά σημεία έχουν φυκιάδες στις οποίες άλλοι τύποι αγκυρών δυσκολεύονται να πιάσουν.
Spade
Πρωτοπαρουσιάστηκε μόλις πριν από τρία χρόνια και έχει φανατικούς φίλους όπως και εχθρούς. Είναι μονοκόμματη με τριγωνικό μπράτσο και σταθερό αδράχτι. Λειτουργεί με την λογική του αρότρου με την διαφορά όπως διατείνονται οι κατασκευαστές της ότι το σχήμα της είναι τέτοιο με το βάρος συγκεντρωμένο στην γωνία διείσδυσης ώστε όταν βυθιστεί στον πυθμένα να γίνεται συμπαγές με αυτόν και να μην επιτρέπει περαιτέρω μετακίνηση.
Αγγλικού Ναυαρχείου (γνωστή και ως: κοινή άγκυρα, τσιπάδα, fisherman αλλά και ως admiralty)
Η τυπική άγκυρα που φέρνουμε όλοι στο μυαλό μας όταν σκεφτόμαστε «άγκυρα».
Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, ωστόσο έχει μεγάλο μέγεθος και σχήμα που δεν εξυπηρετεί στην αποθήκευση της ενώ μπορεί να γίνει και επικίνδυνη σε αδέξιους χειρισμούς λόγω του κάθετου στίπου της. Δεν χρησιμοποιείται πια παρά σε μόνιμα αγκυροβόλια , σαν εφεδρική ή εκτάκτου ανάγκης. Τη βρίσκουμε σε ψαρόβαρκες ή παραδοσιακά σκάφη. Θέλει βαρύτερο μέγεθος αναλογικά με νεότερου τύπου άγκυρες για τα ίδια αποτελέσματα «κρατήματος».
Grapnel (γνωστή και ως τεσσαροχάλι, αγκουρέτο ή και σιδερο)
Παρόμοιας λογικής και εξέλιξη της άγκυρας τύπου αγγλικού ναυαρχείου. Έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με την προηγούμενη και τη συναντάμε κυρίως σε μικρά σκάφη και βάρκες. Το πλεονέκτημα της είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αρπάγη για την ανάσυρση σχοινιών και αντικειμένων από το βυθό της θάλασσας.
Εξελιγμένη μορφής της είναι η «ομπρέλα» όπου τα «μπράτσα» της διπλώνουν ώστε να μειώνεται ο όγκος της κατά την αποθήκευση.
Mushroom (Μανιτάρι)
Δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ελλάδα όπως σε άλλες χώρες καθώς χρησιμεύει σε μόνιμα αγκυροβόλια σε πυθμένες άμμου και λάσπης.
Είναι εξέλιξη / διαφοροποίηση, των 2 παραπάνω τύπων άγκυρας
Επίλογος
Διαλέγοντας άγκυρα για το σκάφος σας θα προτιμούσατε μια νέα ελαφριά ή μια παλιά και βαριά; Αυτό ουσιαστικά είναι το ερώτημα που ακούμε ολοένα και συχνότερα να τίθεται από φίλους. Ιδανική λύση δεν υπάρχει, καθώς όπως και οτιδήποτε άλλο αφορά στα σκάφη, η επιλογή που θα κάνουμε είναι ένα σύνολο συμβιβασμών. Οι παράμετροι που πρέπει να αξιολογήσουμε αφορούν στο μήκος και βάρος του σκάφους, τις επιφάνειες του σκάφους που εκτίθενται στον άνεμο (ο άνεμος σε ένα μηχανοκίνητο σκάφος έχει πάντα μεγαλύτερες επιπτώσεις από ότι σε ένα ιστιοπλοϊκό αντίστοιχου μεγέθους). Επίσης, αν το σκάφος μας διαθέτει εργάτη για την άγκυρα τότε το έκταμα θα είναι σχεδόν όλο από αλυσίδα αντίθετα με έναν άλλο ιδιοκτήτη που δεν διαθέτει και θα έχει συνδυασμό αλυσίδας και αγκυρόσχοινου για να μπορεί να το μαζέψει με τα χέρια. Ρόλο επίσης παίζει η περιοχή στην οποία κινούμαστε συνήθως και η μορφολογία του βυθού και το βάθος στο οποίο φουντάρουμε. Όλα αυτά τα κριτήρια δημιουργούν τον ιδανικό συμβιβασμό για κάθε χρήστη που ενδεχομένως είναι διαφορετικός από το δικό σας ή το δικό μου. Η χρυσή συμβουλή που μπορούμε να δώσουμε είναι αφενός ποτέ μην κουβαλάτε μόνο μία άγκυρα μαζί σας, αφετέρου αν έχετε την δυνατότητα, πάρτε το επόμενο (μεγαλύτερο) μέγεθος από αυτό που αντιστοιχεί στο σκάφος σας.
Ιστορική αναδρομή
Είναι πραγματικό δύσκολο να εντοπίσουμε ακριβώς το χρόνο κατά τον οποίο η ανάγκη της αγκυροβολίας έφερε τον προβληματισμό και την δημιουργία των πρώτων αγκυρών. Είναι σίγουρο όμως ότι κατά την ανάπτυξη και διάδοση της ναυσιπλοΐας η ανάγκη αυτή αντιμετωπίσθηκε ως πρακτικό πρόβλημα που αναζητούσε λύση.
Τα πρώτα στοιχεία για την χρήση αγκυρών βρέθηκαν σε Αιγυπτιακούς τάφους του 2000 π.Χ. Μέσα σε αυτούς ανακαλύφθηκαν μοντέλα πλοίων τα οποία ήταν εφοδιασμένα με κωνικούς πασσάλους και σχοινιά από πάπυρο που χρησίμευαν για αγκυροβολία στις ακτές. Σε μεταγενέστερους τάφους και μνημεία του 1600 π.Χ. βρίσκονται πέτρινες άγκυρες που ουσιαστικά αποτελούν συνήθως στρογγυλές ή πεπλατυσμένες πέτρες με μια τρύπα στην οποία δενόταν το σχοινί. Περίπου από το 1400 π.Χ. παίρνουν την μορφή ενός ανάποδου Τ. Οι μεταγενέστερες αναφορές της 1ης χιλιετηρίδας π.Χ. βρίσκονται στα Ομηρικά Έπη, όπου εξακολουθεί να γίνεται λόγος για χρήση πέτρινων αγκυρών.
Στο πέρασμα του χρόνου κατασκευές που συνδυάζουν ξύλο και πέτρα (ξύλινο κυρτό σκελετό [αδράχτι] και πέτρινα μπράτσα) χρησιμεύουν ως άγκυρες σε διάφορες περιοχές του κόσμου ενώ μπορεί κανείς να βρει τέτοιες λύσεις ακόμη και σήμερα σε απόμακρες περιοχές.
Η χρήση σιδερένιων «άγκιστρων» σε συνδυασμό με ξύλο και πέτρα αναφέρεται από αρχαίους έλληνες συγγραφείς περίπου το 500 π.Χ. και σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή πορείας στον κατασκευαστικό τομέα των αγκυρών με την διάδοση της μεταλλουργίας, καθώς μέχρι στιγμής η λειτουργία των αγκυρών βασιζόταν καθαρά στο βάρος τους ενώ πλέον το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στην ικανότητα τους να αγκιστρώνονται στο βυθό με τη δημιουργία «μπράτσων» που εισχωρούν στον πυθμένα της θάλασσας.
Η άγκυρα με το τυπικό σχήμα που όλοι φέρνουμε στο μυαλό μας, παρουσιάζεται για πρώτη φορά αποτυπωμένη σε αρχαίο Ελληνικό νόμισμα του 375 π.Χ. και λίγο πιο κοντά στα σημερινά πρότυπα, σε ένα Συριακό νόμισμα του 312 π.Χ. Το 300 π.Χ. οι περισσότερες Αθηναϊκές τριήρεις ήταν εφοδιασμένες με άγκυρες βάρους περίπου 200 κιλών, βάρος που ανήκει κυρίως στα πέτρινα μπράτσα τα οποία ήταν εφοδιασμένα με σιδερένια άγκιστρα.
Η εξέλιξη στο πέρασμα του χρόνου δεν είναι ιδιαίτερα γοργή καθώς μέχρι και το 1400 μ.Χ. δεν θα αλλάξει το βασικό σχήμα του ανάποδου T με συνδυασμό ξύλινου κορμού, στίπου (εγκάρσιου συνήθως μοχλού που χρησιμεύει για την διατήρηση της κλίσης και του προσανατολισμού της άγκυρας σε σχέση με το βυθό) και σιδερένιων μπράτσων ή αποκλειστική χρήση σιδήρου για όλα τα τμήματα της άγκυρας.
Από το 1400 μέχρι και το 1800 μ.Χ. πραγματοποιούνται διάφοροι πειραματισμοί με την πλάτυνση των μπράτσων, με την αλλαγή των αναλογιών μήκους του κορμού (αδράχτι) και του στίπου σε σχέση με το συνολικό σχήμα της άγκυρας χωρίς ωστόσο κάτι πραγματικά αξιόλογο να καθιερωθεί με εξαίρεση την αργή διάδοση της αλυσίδας στη θέση του σχοινιού καθώς οι τεχνικές αγκυροβολίας βελτιωνόντουσαν. Η απομάκρυνση από τη χρήση του σχοινιού ήταν λογική συνέπεια της ανάπτυξης άλλων υλικών όπως η αλυσίδα και το συρματόσχοινο για ένα απλό λόγο. Το σχοινί όταν τρίβεται στο βυθό της θάλασσας και ειδικά σε αιχμηρούς βράχους, κόβεται. Το συρματόσχοινο που αναπτύχθηκε και παρουσιάστηκε περίπου αυτή τη χρονολογία δεν είναι πρακτικό στη χρήση στο σκάφος και δεν έχει σταθερότητα ως προς το βάρος του καθώς οι δυνάμεις των φορτίων που ασκούνται σε αυτό μεταδίδονται σε όλο το μήκος του από άκρη σε άκρη. Αντίθετα η αλυσίδα που παρουσιάστηκε επίσης αυτή την εποχή, λειτουργεί με την ανεξάρτητη κίνηση του κάθε της κρίκου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρέχει μεν το βάρος της που λειτουργεί αθροιστικά προς όφελος της αγκυροβολίας αλλά και την κίνηση του εκτάματος το οποίο εξυπηρετεί στις συνθήκες του βυθού αλλά και του καιρού τη δεδομένη στιγμή.
Μόλις το 1846 τυποποιείται από το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό η κλασική άγκυρα που φέρει και αυτή την ονομασία (Αγγλικού ναυαρχείου) με την χρήση μόνο σιδήρου και την αποβολή των ξύλινων τμημάτων που θα διαδοθεί και θα γίνει δημοφιλής τις επόμενες δεκαετίες. Πλέον σήμερα λόγω του «δύσκολου» σχήματος της χρησιμοποιείται μόνο από ψαρόβαρκες ή σαν βοηθητική ή και σε μόνιμα αγκυροβόλια. Το 1859 δημιουργείται η άγκυρα μανιτάρι η οποία ουσιαστικά είναι παραλλαγή της άγκυρας τύπου αγγλικού ναυαρχείου και χρησιμεύει κυρίως για μόνιμα αγκυροβόλια.
Η νεότερες προσπάθειες στο χώρο των αγκυρών αποσκοπούν στη μείωση του όγκου και του βάρους για πιο εύκολη και ακίνδυνη χρήση. Προς αυτό το σκοπό αξιολογείται και αξιοποιείται το σχήμα που προκύπτει από πειραματικές εφαρμογές της εποχής. Έτσι προς το 1900 παρουσιάζονται διάφορες μορφές αγκυρών χωρίς στίπο και την ευρεία χρήση μπράτσων με σχήμα πτερυγίων, σχήμα που εξυπηρετεί τα πλοία της εποχής στην ανάσυρση και αποθήκευση της άγκυρας από τα όκια της πλώρης.
Οι άγκυρες χωρίς στίπο οδηγούν τελικά στο σχεδιασμό της CQR αλλά και της Danforth που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1940. Η CQR είναι η πρώτη άγκυρα τύπου αρότρου ενώ μόλις τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίστηκαν νεότερου τύπου άγκυρες όπως η Delta, Fortress, Bruce κλπ.
Αλυσίδες
Λίγα λόγια για τις αλυσίδες είναι απαραίτητα. Αυτές διακρίνονται σε δύο τύπους. Γαλβανισμένες και ανοξείδωτες. Οι πρώτες είναι σιδερένιες οι οποίες έχουν υποστεί ειδική επεξεργασία (γαλβανισμό) μετά την φάση της κατασκευής τους προκειμένου να αποκτήσουν ιδιότητες που θα τις κάνουν ανθεκτικές στη σκουριά. Οι δεύτερες είναι εξ αρχής κατασκευασμένες από διαφορετικό μείγμα μετάλλων το οποίο τους προσδίδει την ιδιότητα του ανοξείδωτου. Για τα ίδια μεγέθη, έχουν την ίδια περίπου αντοχή σε δυνάμεις, σχεδόν το ίδιο βάρος αλλά φυσικά πολύ διαφορετική τιμή (σχέση τιμής περίπου ένα προς 8).
Αν κάποιος αναρωτιέται γιατί εκτός από το αισθητικό αποτέλεσμα (η ανοξείδωτη είναι γυαλιστερή εν αντιθέσει με την γαλβανισμένη η οποία είναι ματ) να προτιμήσει την ακριβότερη, η απάντηση είναι απλή.
Η γαλβανισμένη αλυσίδα λόγω της θερμικής επεξεργασίας που υφίσταται για να αποκτήσει τις ιδιότητες της, αποκτά σημεία τριβής κυρίως στο εσωτερικό των κρίκων της. Τα σημεία αυτά κατά το ντουκιάρισμα της την ώρα της ανάσυρσης από τον πυθμένα, έχουν ως αποτέλεσμα καθώς η αλυσίδα δεν «γλιστράει» να δημιουργείται ένας σωρός τύπου κώνου μέσα στο στρίτσο του σκάφους εγκυμονώντας τον κίνδυνο να μπλοκάρει τον εργάτη όταν φτάσει σε μεγάλο ύψος αν εμείς με το χέρι δεν φροντίσουμε να απλώσουμε την αλυσίδα σε όλο το πλάτος του.
Ακόμη και αν δεν έχουμε τόση αλυσίδα ή το στρίτσο μας είναι πολύ μεγάλο ώστε ο δημιουργούμενος κώνος να μπλοκάρει τον εργάτη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος σε ένα ξαφνικό κύμα ο κώνος της αλυσίδας να πέσει προς τη μία ή την άλλη πλευρά, μπερδεύοντας και μπλοκάροντας την υπόλοιπη αλυσίδα. Τότε υπάρχει ο ενδεχόμενος κίνδυνος κατά την επόμενη μας αγκυροβολία να αντιμετωπίσουμε δυσκολίες στο σωστό ρίξιμο της αλυσίδας και τελικά να απλώσουμε μικρότερο έκταμα έναντι αυτού που αρχικά υπολογίζαμε για σωστό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ανοξείδωτη αλυσίδα με τους λείους της κρίκους δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα τριβής, είναι ευκολότερη και σωστότερη στο ντουκιάρισμα κατά το μάζεμα και γλιστράει εύκολα κατά το ρίξιμο. Από την άλλη πλευρά όμως και η ανοξείδωτη αλυσίδα πέρα του κόστους μας δημιουργεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Αυτό είναι ο αυξημένος κίνδυνος ηλεκτρόλυσης ειδικά στην περίπτωση που η άγκυρα μας δεν είναι επίσης ανοξείδωτη αλλά κατασκευασμένη από άλλου είδους υλικό καθώς η ηλεκτρόλυση διευκολύνεται από την επαφή διαφορετικών υλικών (καθώς αυτά έχουν διαφορετικό βαθμό ηλεκτρολυτικής διάβρωσης μέσα στο θαλασσινό νερό).
Υλικό κατασκευής Αγκυρών
Αντίστοιχα με τις αλυσίδες υπάρχουν γαλβανισμένες, ανοξείδωτες αλλά και αλουμινένιες άγκυρες. Σε ότι αφορά την διαφορά μεταξύ των ανοξείδωτων και των γαλβανισμένων αγκυρών ισχύει ότι και για τις αλυσίδες. Ωστόσο πρέπει να πούμε λίγα πράγματα για τις αλουμινένιες οι οποίες κατασκευάζονται με αυτό το υλικό λόγο του μικρού ειδικού βάρους του αλουμινίου το οποίο για τον ίδιο όγκο έχει μικρότερο βάρος.
Αυτές οι άγκυρες προορίζονται για ειδικές περιπτώσεις όπως τα αγωνιστικά ιστιοπλοϊκά σκάφη ή δεύτερες (μη κύριες) άγκυρες που χρησιμοποιούνται σε προσωρινές αγκυροβολίες. Το μεγάλο τους προσόν είναι το ελαφρύ βάρος τους που σε συνδυασμό με μικρό μήκος αλυσίδας και αγκυρόσχοινο τις καθιστούν ιδανική λύση. (Καλύτερα μάλιστα το αγκυρόσχοινο να είναι από μολυβόσχοινο το οποίο φέρει μολυβένια βαρίδια στο μήκος του και τα τελευταία χρόνια έχει βελτιωθεί πολύ ως προς την αντοχή του αλλά και το ελαστικό τέντωμα [stretching]).
Στα μειονεκτήματα τους ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι καθώς το αλουμίνιο είναι μαλακό υλικό, αυτές οι άγκυρες παθαίνουν ζημιές και σταδιακά καταστρέφονται καθώς χάνουν τα σχεδιαστικά τους χαρακτηριστικά από τα χτυπήματα. Επίσης όπως έλεγε φίλος ιστιοπλόος αυτός ο συνδυασμός είναι ιδανικός για νύχτες με ξενύχτι και απαιτεί σκοπιά τη νύχτα. Αν δεν έχετε αγωνιστικό σκάφος όπου και το τελευταίο γραμμάριο παίζει ρόλο στις επιδόσεις του σκάφους ή αν θέλετε να κοιμάστε ήσυχοι τη νύχτα, μην τις προτιμήσετε.
Κάθε τύπος άγκυρας έχει το δικό του πίνακα επιλογής για τον κάθε τύπο και μέγεθος σκάφους.
Τι είναι ο γαλβανισμός
Γαλβανισμός είναι η διαδικασία κατά την οποία ένα αντικείμενο από σίδερο (η σιδερένια αλυσίδα στην περίπτωση που συζητούμε) βαπτίζεται σε ένα θερμό μπάνιο ψευδαργύρου (τσίγκου), αμέσως μετά ψύχεται σε κρύο νερό και στη συνέχεια στεγνώνει σε περιβάλλον ξηρού αέρα. Μετά το πέρας της διαδικασίας το αντικείμενο φέρει όλες του τις επιφάνειες καλυμμένες με ένα λεπτό στρώμα ψευδαργύρου το οποίο του προσδίδει αντοχή στη σκουριά. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή στην επιλογή ενός γαλβανισμένου εξαρτήματος (ή της αλυσίδας στη συγκεκριμένη περίπτωση) καθώς σε πολλές περιπτώσεις ο γαλβανισμός δεν γίνεται με την εμβάπτιση σε καθαρό ψευδάργυρο (τσίγκο) αλλά σε μίγμα ψευδαργύρου – αλουμινίου (συνηθέστερα) ή και άλλων φθηνότερων υλικών. Σαν αποτέλεσμα, ο γαλβανισμός δεν διαρκεί το χρονικό διάστημα που θα κρατούσε αν το μίγμα ήταν καθαρός ψευδάργυρος για παράδειγμα 20 – 30 χρόνια (υποθετικός χρόνος αντοχής) αλλά περίπου τα μισά. Πρακτικός τρόπος να καταλάβουμε τη διαφορά δυστυχώς δεν υπάρχει παρά η χρήση στο πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο αν δείτε μια γαλβανισμένη αλυσίδα να γυαλίζει πολύ (χαρακτηριστικό του αλουμινίου) καλύτερα να ζητήσετε και μια δεύτερη γνώμη.